ελαίαγνος — Φυλλοβόλο δέντρο της οικογένειας των δικοτυλήδονων ελαιαγνιδών. Λέγεται και μοσχοϊτιά. Οι νεαροί βλαστοί του έχουν ασημόγκριζο χρώμα, ενώ ο κορμός και οι βραχίονες καστανό. Το ύψος της κόμης φτάνει τα 4 8 μ. Έχει επιμήκη φύλλα, που είναι… … Dictionary of Greek
eleagnáceo — ► adjetivo/ sustantivo femenino BOTÁNICA Perteneciente a una familia de plantas angiospermas dicotiledóneas, arbóreas o arbustivas, de hojas alternas u opuestas, flores solitarias y a veces en espiga o en racimo, y fruto en drupa. * * *… … Enciclopedia Universal
ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… … Dictionary of Greek
μοσχοϊτιά — και μοσκοϊτιά, η βοτ. κοινή ονομασία τού μικρού δένδρου Elaeagnus angustifolius τού γένους ελαίαγνος … Dictionary of Greek
τζιτζιφιά — Φυτό της οικογένειας των ραμνιδών (δικοτυλήδονα). Κατάγεται μάλλον από την Κίνα, αλλά εγκλιματίστηκε στις θερμότερες ζώνες της νότιας Ευρώπης· στην Ελλάδα συναντάται ημιαυτοφυές ή καλλιεργείται ως θάμνος ή ως δενδρύλλιο ύψους 3 5 μ.· οι καρποί… … Dictionary of Greek
eleagnáceo — eleagnáceo, a (Del gr. ἐλαίαγνος, sauzgatillo). 1. adj. Bot. Se dice de los árboles o arbustos angiospermos dicotiledóneos con ramos a veces espinosos, hojas alternas u opuestas, enteras o dentadas, cubiertas de escamas a manera de escuditos,… … Diccionario de la lengua española